I. Εισαγωγική γενική θεώρηση
Καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 4ου αι. μ.Χ. ο ύστερος ρωμαϊκός στρατός επέδειξε, δίχως αμφιβολία, σταθερή ποιότητα και αξιοθαύμαστη μαχητικότητα. Διενήργησε πλήθος πολεμικών επιχειρήσεων σε ποικίλα και αντίξοα περιβάλλοντα, τόσο εναντίον εξωτερικών εχθρών όσο και σε περιπτώσεις εμφυλίων συγκρούσεων. Είναι, όντως, εκπληκτικό πόσο σύγχρονη εξακολουθεί να φαίνεται η οργάνωσή του. Κάτω από στιβαρή και σοβαρή ηγεσία τα στρατεύματα τον 4ο αι. συνήθως δεν δυσκολεύονταν να αποσπάσουν τη νίκη, παρά τις δεδομένες, και σοβαρές ενίοτε, απώλειες. Κατά κανόνα, οι πολεμικές επιχειρήσεις διεξάγονταν κατόπιν προσεκτικού και ενδελεχούς σχεδιασμού. Ο κορυφαίος ιστορικός του 4ου αι. Αμμιανός Μαρκελλίνος σημείωνε επιγραμματικά ότι «o προσεκτικός σχεδιασμός φέρνει τη νίκη σχεδόν σε κάθε δυσκολία» (XVII 8.2: est difficultatum paene omnium diligens ratio victrix). Μάλιστα, o έγκριτος μελετητής του ύστερου ρωμαϊκού στρατού M.J. Nicasie επεσήμανε στη μονογραφία του σχετικά με «το λυκόφως του στρατού από τη βασιλεία του Διοκλητιανού (284 μ.Χ.) έως τη μάχη της Αδριανούπολης (378 μ.Χ.)» ότι: «καθίσταται εμφανές ότι τουλάχιστον στη θεωρία η ρωμαϊκή τακτική και η στρατηγική είχαν φτάσει σε υψηλό επίπεδο εξέλιξης […] (αφού) τα ρωμαϊκά στρατεύματα ήταν πολύ αποτελεσματικά, επαρκώς εκπαιδευμένα και καλώς εξοπλισμένα, και συνήθως υπερείχαν απέναντι σε οτιδήποτε οι αντίπαλοί τους μπορούσαν να παρατάξουν εναντίον τους». (1998: 217)